παγανό, το

παγανό, το
παγανό, το και πληθ. παγανά, τα οι καλικάντζαροι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παγανό — το, και παγανός, ο 1. συν. στον πληθ. τα παγανά (λαογρ.) δαιμόνια, ξωτικά που ο λαός πίστευε ότι εμφανίζονται κατά τη διάρκεια τού δωδεκαήμερου, καλικάντζαροι 2. (ο τ. τού αρσ.) (σκωπτικά) άνθρωπος χωλός ή με άλλο εμφανές σωματικό ελάττωμα.… …   Dictionary of Greek

  • καλικάντζαρος — ο θηλ. ού και ίνα (λαογρ.), δαιμόνιο (κακό πνεύμα) που εμφανίζεται, όπως πιστεύει ο λαός, κατά το Δωδεκαήμερο, κακανθρώπισμα, τσιλικρωτό, παγανό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”